θυρῶ

θυρῶ
θυράζω
thrust out of doors
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
θυρόω
furnish with doors
pres subj act 1st sg
θυρόω
furnish with doors
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυρώ — θυρῶ, όω (Α) [θύρα] 1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά 2. παθ. θυροῡμαι, όομαι α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.) β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.) γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα»… …   Dictionary of Greek

  • θύρω — θυρόω furnish with doors pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θυρόω furnish with doors imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθύρωτος — η, ο (Α ἀθύρωτος, ον) [θυρώ] ο άθυρος …   Dictionary of Greek

  • αναθυρώνω — (Α ἀναθυρῶ, όω) κάνω στις πέτρες κάθετες συναρμογές, χτίζω έτσι ώστε να συνδέονται τα άκρα τών λίθων μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θυρῶ. ΠΑΡ. (νεο ελλ.) αναθύρωμα, αναθύρωση( ις)] …   Dictionary of Greek

  • θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των …   Dictionary of Greek

  • θύρωμα — το (Α θύρωμα) [θυρώ] το πλαίσιο θύρας ή παραθύρου, το περβάζι, το κούφωμα νεοελλ. τα ανοίγματα που αφήνονται στην οικοδομή και χρησιμοποιούνται για εντοίχιση τών θυρών αρχ. 1. επιφάνεια μαρμάρινη ή πλαισιωμένη από τοίχο ή ξύλο την οποία… …   Dictionary of Greek

  • θύρωσις — θύρωσις, ώσεως, ἡ (Α) [θυρώ] επιγρ. η τοποθέτηση θύρας …   Dictionary of Greek

  • προθύρωμα — τὸ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θύρωμα (< θυρῶ < θύρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”